- πλάτεμα
- το расширение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλάτεμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πλαταίνω, επέκταση, διεύρυνση: Είναι απαραίτητο το πλάτεμα του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάτεμα — και πλάτυμα και πλάταιμα, το, Ν [πλαταίνω / πλατύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαταίνω … Dictionary of Greek
διάνοιξη — η [διανοίγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διανοίγω 2. διαπλάτυνση, διεύρυνση, πλάτεμα … Dictionary of Greek
διαπλάτυνση — η το να γίνει κάτι πλατύτερο, διεύρυνση, πλάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπλάτυνσις μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
διεύρυνση — η άνοιγμα, πλάτεμα, επέκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
πλάταιμα — το, Ν βλ. πλάτεμα … Dictionary of Greek
πλάτυμα — το, Ν βλ. πλάτεμα … Dictionary of Greek
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek
πλατεμός — ο, Ν [πλαταίνω] το πλάτεμα … Dictionary of Greek
φάρδεμα — το, Ν [φαρδαίνω] πλάτεμα … Dictionary of Greek
φάρδεμα — το, ατος η διαπλάτυνση, το πλάτεμα: Το φάρδεμα του στενού δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)